-
1 ανθυποκρινομαι
-
2 διαδοχη
ἥ1) принятие (от предшественника)δ. νεώς Dem. — принятие командования кораблем
2) смена, чередованиеδιαδοχαῖς Aesch., κατὰ διαδοχέν (χρόνου) Thuc., Arst., κατὰ διαδοχάς Arst., ἐκ διαδοχῆς Arst., Polyb. и ἐκ διαδοχῆς ἀλλήλοις Dem. — сменяя друг друга, посменно, чередуясь, последовательно;
διαδοχῇ τῶν ἐπιγιγνομένων Thuc. — путем передачи последующим поколениям;ἥ λαμπὰς ἐκ διαδοχῆς Arst. — передаваемый из рук в руки светильник;μεταπέμπειν τινὰ ἐπὴ τέν διαδοχήν Dem. — посылать кого-л. на смену;τοῖς στρατιώταις διαδοχέν ἀποσταλῆναι Plut. — произвести замену солдат;ἥ δ. τῇ πρόσθεν φυλακῇ Xen. — смена прежнего караула;διαδοχαὴ φιλοσοφίας Plut. — смена философских систем, т.е. история философии3) передача, распространение(τῆς μανίας Luc.)
-
3 προοιμιον
атт. стяж. φροίμιον τό1) вступление, введениеπροοίμιον πρῶτον ὡς δεῖ τοῦ λόγου λέγεσθαι ἐν ἀρχῇ Plat. — вступление (есть) первое, что следует сказать в начале речи
2) вступительная песнь, прелюдия(ἀγησίχορα προοίμια Pind.)
3) хвалебная песнь, гимн(τὸ εἰς τὸν Ἀπόλλω π. Plat.)
4) начало(καταρχέ καὴ π. ἔχθρας Polyb.; τῆς μανίας Luc.)
См. также в других словарях:
неистовьство — НЕИСТОВЬСТВ|О (56), А с. 1. Неистовство, исступление, ярость: видѣвъ же онъ неистовьство жены и разѹмѣвъ ˫ако на прельщениѥ ѥмѹ ѹготова оц҃ь. мол˫ашес˫а въ таинѣ срд҃ца своѥго къ млс҃рдѹѹмѹ б҃ѹ. ЖФП XII, 34в; въ нечювьство своѥ неистовьство… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μανία — (mania). Όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για διάφορους τύπους συμπεριφοράς και πνευματικών διαταραχών και διατηρείται στην καθημερινή γλώσσα. Στην ψυχοπαθολογία ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διανοητικής… … Dictionary of Greek
бѣсовьствиѥ — БѢСОВЬСТВИ|Ѥ (6), ˫А с. Безумствование: нынѣ бо... б҃и˫а премоудр(с)ть и сила, проповѣдаѥть(с), престаша та и дѣмоньскоѥ бѣсовьствиѥ, и нѣ(с) в нихъ кто волхвоу˫а. (ἡ... μανία) ГА XIII XIV, 43в; и въ бѣсовствиѥ испровержесѩ безаконьно, въ ѡдежа… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μαίνομαι — (AM μαίνομαι) 1. είμαι ή γίνομαι μανιώδης, κατέχομαι από μανία («χεῑρες ἄαπτοι μαίνονται», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι πολύ οργισμένος, πνέω μένεα («πατὴρ φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι», Ομ. Ιλ.) 3. ξεσπώ ορμητικά, εκδηλώνομαι με ακατάσχετη ορμή, μανιάζω (α.… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… … Dictionary of Greek
Αριστοφάνης — I (περ. 445 π.Χ. – 388; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της λεγόμενης αρχαίας αττικής κωμωδίας· είναι ο μόνος του οποίου έχουν διασωθεί ολόκληρες κωμωδίες. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα. Ήταν γιος του… … Dictionary of Greek
καμέα — Όρος που αναφέρεται γενικά σε σκληρές πέτρες διαφόρων ειδών με ανάγλυφη ή ολόγλυφη πλαστική κατεργασία (η ετυμολογία της λέξης δεν είναι εξακριβωμένη). Η τεχνική της κ. αξιοποιεί τη σύνθεση της πέτρας σκαλίζοντας λεπτομέρειες της παράστασης στα… … Dictionary of Greek